- αποθραυω
- ἀποθραύωἀπο-θραύωразбивать, разламывать
(Φινίσσης νεὼς κόρυμβα Aesch.; ὀστέον ἀποθραυσθέν Plut.)
τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῆναι Arph. — потерять доброе имя
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Φινίσσης νεὼς κόρυμβα Aesch.; ὀστέον ἀποθραυσθέν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποθραύω — ἀποθραύω (Α) 1. κόβω, τσακίζω (συνήθως κάτι που προεξέχει) 2. ( ομαι) αποσπώμαι, αποχωρίζομαι από κάτι 3. φρ. «ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας» χάνω την υπόληψη μου … Dictionary of Greek
ἀποθραυομένων — ἀποθραύω break off pres part mp fem gen pl ἀποθραύω break off pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθραύουσιν — ἀποθραύω break off pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποθραύω break off pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτεθραυσμένον — ἀποθραύω break off perf part mp masc acc sg ἀποθραύω break off perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεθραύοντο — ἀποθραύω break off imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθραυομένην — ἀποθραύω break off pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθραυομένης — ἀποθραύω break off pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθραυέσθω — ἀποθραύω break off pres imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθραυόμενα — ἀποθραύω break off pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθραυόμενος — ἀποθραύω break off pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθραῦσαι — ἀποθραύω break off aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)